- πιθανουργικός
- πιθανουργικόςhaving the faculty of persuasionmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιθανουργικός — ή, όν, Α [πιθανουργία] 1. αυτός που ανήκει στην πιθανουργία* 2. φρ. «πιθανουργική τέχνη» η τέχνη να πείθει κανείς, να καθιστά κάτι πιθανό, πιστευτό (Πλάτ.) 3. αυτός που έχει τη δύναμη να πείθει, ο πειστικός … Dictionary of Greek
πιθανουργικόν — πιθανουργικός having the faculty of persuasion masc acc sg πιθανουργικός having the faculty of persuasion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανουργικῆς — πιθανουργικός having the faculty of persuasion fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιθανουργικήν — πιθανουργικός having the faculty of persuasion fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)